Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ευαρεστημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ευαρεστημέν
ος
η
ευαρεστημέν
η
το
ευαρεστημέν
ο
γενική
του
ευαρεστημέν
ου
της
ευαρεστημέν
ης
του
ευαρεστημέν
ου
αιτιατική
τον
ευαρεστημέν
ο
την
ευαρεστημέν
η
το
ευαρεστημέν
ο
κλητική
ευαρεστημέν
ε
ευαρεστημέν
η
ευαρεστημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ευαρεστημέν
οι
οι
ευαρεστημέν
ες
τα
ευαρεστημέν
α
γενική
των
ευαρεστημέν
ων
των
ευαρεστημέν
ων
των
ευαρεστημέν
ων
αιτιατική
τους
ευαρεστημέν
ους
τις
ευαρεστημέν
ες
τα
ευαρεστημέν
α
κλητική
ευαρεστημέν
οι
ευαρεστημέν
ες
ευαρεστημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ευαρεστημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ευαρεστώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ευαρεστημένος