ετσιθελισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ετσιθελισμός < έτσι + θέλ(ω) + -ισμός[1] < μέρος της φράσης με το έτσι θέλω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.t͡si.θe.liˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐τσι‐θε‐λι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαετσιθελισμός αρσενικό
- δραστηριότητα ή συμπεριφορά που γίνεται με το «έτσι θέλω», με αυθαιρεσία, αυταρχικότητα και χωρίς να ενδιαφέρει η γνώμη ων άλλων
Συγγενικά
επεξεργασία- ετσιθελικά
- ετσιθελικός
- → δείτε τις λέξεις έτσι και θέλω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ετσιθελισμός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ετσιθελισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας