Ετυμολογία

επεξεργασία

ετσιθελικά < ετσιθελικός

  Επίρρημα

επεξεργασία

ετσιθελικά

  • με το "έτσι θέλω", επιβάλλοντας αυταρχικά την άποψη κάποιου ή την επιθυμία του

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ετσιθελικά