Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ετεροσκεδαστικότητα οι ετεροσκεδαστικότητες
      γενική της ετεροσκεδαστικότητας των ετεροσκεδαστικοτήτων
    αιτιατική την ετεροσκεδαστικότητα τις ετεροσκεδαστικότητες
     κλητική ετεροσκεδαστικότητα ετεροσκεδαστικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ετεροσκεδαστικότητα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική heteroscedasticity < αρχαία ελληνική ἕτερος + σκεδάννυμι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ετεροσκεδαστικότητα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία