ετεροσκεδαστικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ετεροσκεδαστικά < ετεροσκεδαστικός + -ά ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική heteroskedastically)
Επίρρημα επεξεργασία
ετεροσκεδαστικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
ετεροσκεδαστικά
ετεροσκεδαστικά