Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εσωλογιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εσωλογιστικ
ός
η
εσωλογιστικ
ή
το
εσωλογιστικ
ό
γενική
του
εσωλογιστικ
ού
της
εσωλογιστικ
ής
του
εσωλογιστικ
ού
αιτιατική
τον
εσωλογιστικ
ό
την
εσωλογιστικ
ή
το
εσωλογιστικ
ό
κλητική
εσωλογιστικ
έ
εσωλογιστικ
ή
εσωλογιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εσωλογιστικ
οί
οι
εσωλογιστικ
ές
τα
εσωλογιστικ
ά
γενική
των
εσωλογιστικ
ών
των
εσωλογιστικ
ών
των
εσωλογιστικ
ών
αιτιατική
τους
εσωλογιστικ
ούς
τις
εσωλογιστικ
ές
τα
εσωλογιστικ
ά
κλητική
εσωλογιστικ
οί
εσωλογιστικ
ές
εσωλογιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εσωλογιστικός
<
εσω-
+
λογιστικός
Επίθετο
επεξεργασία
εσωλογιστικός
(
λογιστική
) που αφορά
άυλα
στοιχεία
ισολογισμού
ή
υλικά
στοιχεία, που βρίσκονται στην
κατοχή
τρίτων
Αντώνυμα
επεξεργασία
εξωλογιστικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εσωλογιστικός