εσωκλεισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εσωκλεισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εσωκλείω
Μετοχή επεξεργασία
εσωκλεισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εσωκλείω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εσωκλεισμένος
|
εσωκλεισμένος, -η, -ο
|