Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εσωκλεισμένος η εσωκλεισμένη το εσωκλεισμένο
      γενική του εσωκλεισμένου της εσωκλεισμένης του εσωκλεισμένου
    αιτιατική τον εσωκλεισμένο την εσωκλεισμένη το εσωκλεισμένο
     κλητική εσωκλεισμένε εσωκλεισμένη εσωκλεισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εσωκλεισμένοι οι εσωκλεισμένες τα εσωκλεισμένα
      γενική των εσωκλεισμένων των εσωκλεισμένων των εσωκλεισμένων
    αιτιατική τους εσωκλεισμένους τις εσωκλεισμένες τα εσωκλεισμένα
     κλητική εσωκλεισμένοι εσωκλεισμένες εσωκλεισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εσωκλεισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εσωκλείω

  Μετοχή επεξεργασία

εσωκλεισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εσωκλείω

  Μεταφράσεις επεξεργασία