Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εσθονικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εσθονικ
ός
η
εσθονικ
ή
το
εσθονικ
ό
γενική
του
εσθονικ
ού
της
εσθονικ
ής
του
εσθονικ
ού
αιτιατική
τον
εσθονικ
ό
την
εσθονικ
ή
το
εσθονικ
ό
κλητική
εσθονικ
έ
εσθονικ
ή
εσθονικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εσθονικ
οί
οι
εσθονικ
ές
τα
εσθονικ
ά
γενική
των
εσθονικ
ών
των
εσθονικ
ών
των
εσθονικ
ών
αιτιατική
τους
εσθονικ
ούς
τις
εσθονικ
ές
τα
εσθονικ
ά
κλητική
εσθονικ
οί
εσθονικ
ές
εσθονικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εσθονικός
<
Εσθονός
Επίθετο
επεξεργασία
εσθονικός, -ή, -ό
που προέρχεται από την
Εσθονία
ή ανήκει ή αναφέρεται στη χώρα αυτή και το λαό της
Συγγενικά
επεξεργασία
εσθονικά
Εσθονός
Εσθονία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εσθονικός
αγγλικά
:
Estonian
(en)
γαλλικά
:
estonien
(fr)
γερμανικά
:
estnisch
(de)
εσθονικά
:
eesti
(et)
ισπανικά
:
estonio
(es)
ιταλικά
:
estone
(it)
ολλανδικά
:
Ests
(nl)
πολωνικά
:
estoński
(pl)
πορτογαλικά
:
estoniano
(pt)
ρουμανικά
:
eston
(ro)