Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Εσθονός < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Εσθονός αρσενικό

  1. ο κάτοικος της Εσθονίας
  2. αυτός που έχει την εσθονική υπηκοότητα

  Μεταφράσεις επεξεργασία