ερωτομανής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ερωτομανής | η | ερωτομανής | το | ερωτομανές |
γενική | του | ερωτομανούς* | της | ερωτομανούς | του | ερωτομανούς |
αιτιατική | τον | ερωτομανή | την | ερωτομανή | το | ερωτομανές |
κλητική | ερωτομανή(ς) | ερωτομανής | ερωτομανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ερωτομανείς | οι | ερωτομανείς | τα | ερωτομανή |
γενική | των | ερωτομανών | των | ερωτομανών | των | ερωτομανών |
αιτιατική | τους | ερωτομανείς | τις | ερωτομανείς | τα | ερωτομανή |
κλητική | ερωτομανείς | ερωτομανείς | ερωτομανή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ερωτομανής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαερωτομανής, -ής, -ές
- που επιδιώκει με μανία τα έντονα συναισθήματα του πρώτου σταδίου των σχέσεων
Μεταφράσεις
επεξεργασία ερωτομανής
|