ερυθροποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ερυθροποίηση | οι | ερυθροποιήσεις |
γενική | της | ερυθροποίησης* | των | ερυθροποιήσεων |
αιτιατική | την | ερυθροποίηση | τις | ερυθροποιήσεις |
κλητική | ερυθροποίηση | ερυθροποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ερυθροποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ερυθροποίηση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική erythropoiesis < αρχαία ελληνική ἐρυθρός + ποιέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαερυθροποίηση θηλυκό
- (βιολογία) η διαδικασία παραγωγής ωρίμων ερυθροκυττάρων στο μυελό των οστών
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ερυθροποίηση
|