Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ερμηνεύσιμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ερμηνεύσιμ
ος
η
ερμηνεύσιμ
η
το
ερμηνεύσιμ
ο
γενική
του
ερμηνεύσιμ
ου
της
ερμηνεύσιμ
ης
του
ερμηνεύσιμ
ου
αιτιατική
τον
ερμηνεύσιμ
ο
την
ερμηνεύσιμ
η
το
ερμηνεύσιμ
ο
κλητική
ερμηνεύσιμ
ε
ερμηνεύσιμ
η
ερμηνεύσιμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ερμηνεύσιμ
οι
οι
ερμηνεύσιμ
ες
τα
ερμηνεύσιμ
α
γενική
των
ερμηνεύσιμ
ων
των
ερμηνεύσιμ
ων
των
ερμηνεύσιμ
ων
αιτιατική
τους
ερμηνεύσιμ
ους
τις
ερμηνεύσιμ
ες
τα
ερμηνεύσιμ
α
κλητική
ερμηνεύσιμ
οι
ερμηνεύσιμ
ες
ερμηνεύσιμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ερμηνεύσιμος
<
ερμηνεύω
+
-ιμος
Επίθετο
επεξεργασία
ερμηνεύσιμος, -η, -ο
που μπορεί να
ερμηνευτεί
Συνώνυμα
επεξεργασία
εξηγήσιμος
Αντώνυμα
επεξεργασία
ανερμήνευτος
ανεξήγητος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ερμηνεύσιμος
αγγλικά
:
interpretable
(en)
,
explicable
(en)
γαλλικά
:
interprétable
(fr)