↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ερμηνευμένος η ερμηνευμένη το ερμηνευμένο
      γενική του ερμηνευμένου της ερμηνευμένης του ερμηνευμένου
    αιτιατική τον ερμηνευμένο την ερμηνευμένη το ερμηνευμένο
     κλητική ερμηνευμένε ερμηνευμένη ερμηνευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ερμηνευμένοι οι ερμηνευμένες τα ερμηνευμένα
      γενική των ερμηνευμένων των ερμηνευμένων των ερμηνευμένων
    αιτιατική τους ερμηνευμένους τις ερμηνευμένες τα ερμηνευμένα
     κλητική ερμηνευμένοι ερμηνευμένες ερμηνευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ερμηνευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ερμηνεύω

ερμηνευμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ερμηνεύω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία