ερμηνευμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ερμηνευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ερμηνεύω
Μετοχή
επεξεργασίαερμηνευμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ερμηνεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ερμηνευμένος
|
ερμηνευμένος, -η, -ο
|