εργοσπιρομετρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εργοσπιρομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ergospirometry < αρχαία ελληνική ἔργον + λατινική spiro + αρχαία ελληνική μέτρον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεργοσπιρομετρία θηλυκό
- (ιατρική) εξέταση, στα πλαίσια καρδιοαναπνευστικής δοκιμασίας κόπωσης, στην οποία εξετάζονται διάφορες παράμετροι που αφορούν το αναπνευστικό, καρδιαγγειακό και μυϊκό σύστημα του εξεταζομένου
Μεταφράσεις
επεξεργασία εργοσπιρομετρία