↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εργοσπιρομετρία οι εργοσπιρομετρίες
      γενική της εργοσπιρομετρίας των εργοσπιρομετριών
    αιτιατική την εργοσπιρομετρία τις εργοσπιρομετρίες
     κλητική εργοσπιρομετρία εργοσπιρομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εργοσπιρομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ergospirometry < αρχαία ελληνική ἔργον + λατινική spiro + αρχαία ελληνική μέτρον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εργοσπιρομετρία θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία