εργατοκάτεργο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εργατοκάτεργο ουδέτερο
- (παρωχημένο) (ιστορία) (Βρετανία) ίδρυμα φιλοξενίας αστέγων ικανών προς εργασία
- φυλακή στην οποία οι κατάδικοι εργάζονται χειρωνακτικά