επωνυμικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επωνυμικός < επωνυμία + -ικός· ενδεχομένως λόγιο ενδογενές δάνειο: λόγιο δάνειο από τη γαλλική éponymique [< éponymie (< αρχαία ελληνική ἐπωνυμία) + -ique (< λατινική -icus < αρχαία ελληνική -ικός) ] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.po.ni.mi.ˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πω‐νυ‐μι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαεπωνυμικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
επεξεργασία επωνυμικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.