επωδικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | επωδικός | η | επωδική | το | επωδικό |
γενική | του | επωδικού | της | επωδικής | του | επωδικού |
αιτιατική | τον | επωδικό | την | επωδική | το | επωδικό |
κλητική | επωδικέ | επωδική | επωδικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | επωδικοί | οι | επωδικές | τα | επωδικά |
γενική | των | επωδικών | των | επωδικών | των | επωδικών |
αιτιατική | τους | επωδικούς | τις | επωδικές | τα | επωδικά |
κλητική | επωδικοί | επωδικές | επωδικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επωδικός < αρχαία ελληνική ἐπῳδικός
Επίθετο επεξεργασία
επωδικός
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επωδικός
|