Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εποπτευμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εποπτευμέν
ος
η
εποπτευμέν
η
το
εποπτευμέν
ο
γενική
του
εποπτευμέν
ου
της
εποπτευμέν
ης
του
εποπτευμέν
ου
αιτιατική
τον
εποπτευμέν
ο
την
εποπτευμέν
η
το
εποπτευμέν
ο
κλητική
εποπτευμέν
ε
εποπτευμέν
η
εποπτευμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εποπτευμέν
οι
οι
εποπτευμέν
ες
τα
εποπτευμέν
α
γενική
των
εποπτευμέν
ων
των
εποπτευμέν
ων
των
εποπτευμέν
ων
αιτιατική
τους
εποπτευμέν
ους
τις
εποπτευμέν
ες
τα
εποπτευμέν
α
κλητική
εποπτευμέν
οι
εποπτευμέν
ες
εποπτευμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
εποπτευμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εποπτεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εποπτευμένος