↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιχωματωμένος η επιχωματωμένη το επιχωματωμένο
      γενική του επιχωματωμένου της επιχωματωμένης του επιχωματωμένου
    αιτιατική τον επιχωματωμένο την επιχωματωμένη το επιχωματωμένο
     κλητική επιχωματωμένε επιχωματωμένη επιχωματωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιχωματωμένοι οι επιχωματωμένες τα επιχωματωμένα
      γενική των επιχωματωμένων των επιχωματωμένων των επιχωματωμένων
    αιτιατική τους επιχωματωμένους τις επιχωματωμένες τα επιχωματωμένα
     κλητική επιχωματωμένοι επιχωματωμένες επιχωματωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επιχωματωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επιχωματώνω

επιχωματωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία