↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επισημασμένος η επισημασμένη το επισημασμένο
      γενική του επισημασμένου της επισημασμένης του επισημασμένου
    αιτιατική τον επισημασμένο την επισημασμένη το επισημασμένο
     κλητική επισημασμένε επισημασμένη επισημασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επισημασμένοι οι επισημασμένες τα επισημασμένα
      γενική των επισημασμένων των επισημασμένων των επισημασμένων
    αιτιατική τους επισημασμένους τις επισημασμένες τα επισημασμένα
     κλητική επισημασμένοι επισημασμένες επισημασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επισημασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επισημαίνω

επισημασμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη επισημαίνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία