επικροτημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επικροτημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επικροτώ
Μετοχή
επεξεργασίαεπικροτημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη επικροτώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία επικροτημένος
|
επικροτημένος, -η, -ο
|