Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επικοντισμός οι επικοντισμοί
      γενική του επικοντισμού των επικοντισμών
    αιτιατική τον επικοντισμό τους επικοντισμούς
     κλητική επικοντισμέ επικοντισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
αθλητής επικοντισμού την ώρα του άλματος

  Ετυμολογία επεξεργασία

επικοντισμός < άλμα επί κοντώ + -ισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επικοντισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία