Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επικοινωνήσιμος η επικοινωνήσιμη το επικοινωνήσιμο
      γενική του επικοινωνήσιμου της επικοινωνήσιμης του επικοινωνήσιμου
    αιτιατική τον επικοινωνήσιμο την επικοινωνήσιμη το επικοινωνήσιμο
     κλητική επικοινωνήσιμε επικοινωνήσιμη επικοινωνήσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επικοινωνήσιμοι οι επικοινωνήσιμες τα επικοινωνήσιμα
      γενική των επικοινωνήσιμων των επικοινωνήσιμων των επικοινωνήσιμων
    αιτιατική τους επικοινωνήσιμους τις επικοινωνήσιμες τα επικοινωνήσιμα
     κλητική επικοινωνήσιμοι επικοινωνήσιμες επικοινωνήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επικοινωνήσιμος < επικοινωνώ + -σιμος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pi.ci.noˈni.si.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐κοι‐νω‐νή‐σι‐μος

  Επίθετο επεξεργασία

επικοινωνήσιμος, -η, -ο

  • (νεολογισμός) με τον οποίο μπορείς (ή αξίζει) να επικοινωνήσεις
    ※ Τα πάντα εξαρτώνται από το πώς κάνεις ένα έργο επικοινωνήσιμο. Είναι θέμα τεχνικής. (*)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr