επικερδέστερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επικερδέστερος < συγκριτικός βαθμός του επικερδής, επικερδ-έσ-τερος
Επίθετο
επεξεργασίαεπικερδέστερος
- περισσότερο επικερδής από άλλον
Μεταφράσεις
επεξεργασία επικερδέστερος
|
επικερδέστερος
|