Δείτε επίσης: επιδοματούχος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιδοματικός η επιδοματική το επιδοματικό
      γενική του επιδοματικού της επιδοματικής του επιδοματικού
    αιτιατική τον επιδοματικό την επιδοματική το επιδοματικό
     κλητική επιδοματικέ επιδοματική επιδοματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιδοματικοί οι επιδοματικές τα επιδοματικά
      γενική των επιδοματικών των επιδοματικών των επιδοματικών
    αιτιατική τους επιδοματικούς τις επιδοματικές τα επιδοματικά
     κλητική επιδοματικοί επιδοματικές επιδοματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιδοματικός < επίδομα + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

επιδοματικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία