Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επιδοματικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
επιδοματούχος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
επιδοματικ
ός
η
επιδοματικ
ή
το
επιδοματικ
ό
γενική
του
επιδοματικ
ού
της
επιδοματικ
ής
του
επιδοματικ
ού
αιτιατική
τον
επιδοματικ
ό
την
επιδοματικ
ή
το
επιδοματικ
ό
κλητική
επιδοματικ
έ
επιδοματικ
ή
επιδοματικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
επιδοματικ
οί
οι
επιδοματικ
ές
τα
επιδοματικ
ά
γενική
των
επιδοματικ
ών
των
επιδοματικ
ών
των
επιδοματικ
ών
αιτιατική
τους
επιδοματικ
ούς
τις
επιδοματικ
ές
τα
επιδοματικ
ά
κλητική
επιδοματικ
οί
επιδοματικ
ές
επιδοματικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
επιδοματικός
<
επίδομα
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
επιδοματικός
που έχει
σχέση
με
επίδομα
ή αναφέρεται σ’ αυτό
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
επίδομα
και
δίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επιδοματικός