επιδοματούχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιδοματούχος < επιδόματ(ος) + -ούχος (< αρχαία ελληνική ἔχω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπιδοματούχος αρσενικό ή θηλυκό
- που λαμβάνει κάποιο επίδομα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επιδοματούχος