επιδικασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιδικασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επιδικάζω
Μετοχή επεξεργασία
επιδικασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη επιδικάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιδικασμένος
|
επιδικασμένος, -η, -ο
|