↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιδικασμένος η επιδικασμένη το επιδικασμένο
      γενική του επιδικασμένου της επιδικασμένης του επιδικασμένου
    αιτιατική τον επιδικασμένο την επιδικασμένη το επιδικασμένο
     κλητική επιδικασμένε επιδικασμένη επιδικασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιδικασμένοι οι επιδικασμένες τα επιδικασμένα
      γενική των επιδικασμένων των επιδικασμένων των επιδικασμένων
    αιτιατική τους επιδικασμένους τις επιδικασμένες τα επιδικασμένα
     κλητική επιδικασμένοι επιδικασμένες επιδικασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επιδικασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επιδικάζω

επιδικασμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη επιδικάζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία