Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επιβαρυνόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
επιβαρυνόμεν
ος
η
επιβαρυνόμεν
η
το
επιβαρυνόμεν
ο
γενική
του
επιβαρυνόμεν
ου
της
επιβαρυνόμεν
ης
του
επιβαρυνόμεν
ου
αιτιατική
τον
επιβαρυνόμεν
ο
την
επιβαρυνόμεν
η
το
επιβαρυνόμεν
ο
κλητική
επιβαρυνόμεν
ε
επιβαρυνόμεν
η
επιβαρυνόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
επιβαρυνόμεν
οι
οι
επιβαρυνόμεν
ες
τα
επιβαρυνόμεν
α
γενική
των
επιβαρυνόμεν
ων
των
επιβαρυνόμεν
ων
των
επιβαρυνόμεν
ων
αιτιατική
τους
επιβαρυνόμεν
ους
τις
επιβαρυνόμεν
ες
τα
επιβαρυνόμεν
α
κλητική
επιβαρυνόμεν
οι
επιβαρυνόμεν
ες
επιβαρυνόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
επιβαρυνόμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
επιβαρύνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επιβαρυνόμενος