Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επανενταγμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
επανενταγμέν
ος
η
επανενταγμέν
η
το
επανενταγμέν
ο
γενική
του
επανενταγμέν
ου
της
επανενταγμέν
ης
του
επανενταγμέν
ου
αιτιατική
τον
επανενταγμέν
ο
την
επανενταγμέν
η
το
επανενταγμέν
ο
κλητική
επανενταγμέν
ε
επανενταγμέν
η
επανενταγμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
επανενταγμέν
οι
οι
επανενταγμέν
ες
τα
επανενταγμέν
α
γενική
των
επανενταγμέν
ων
των
επανενταγμέν
ων
των
επανενταγμέν
ων
αιτιατική
τους
επανενταγμέν
ους
τις
επανενταγμέν
ες
τα
επανενταγμέν
α
κλητική
επανενταγμέν
οι
επανενταγμέν
ες
επανενταγμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
επανενταγμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
επανεντάσσω
Μετοχή
επεξεργασία
επανενταγμένος, -η, -ο
που έχει
επανενταχτεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επανενταγμένος
γαλλικά
:
réinséré
(fr)