Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επανενταγμένος η επανενταγμένη το επανενταγμένο
      γενική του επανενταγμένου της επανενταγμένης του επανενταγμένου
    αιτιατική τον επανενταγμένο την επανενταγμένη το επανενταγμένο
     κλητική επανενταγμένε επανενταγμένη επανενταγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επανενταγμένοι οι επανενταγμένες τα επανενταγμένα
      γενική των επανενταγμένων των επανενταγμένων των επανενταγμένων
    αιτιατική τους επανενταγμένους τις επανενταγμένες τα επανενταγμένα
     κλητική επανενταγμένοι επανενταγμένες επανενταγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επανενταγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επανεντάσσω

  Μετοχή επεξεργασία

επανενταγμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία