↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επανεμφανιζόμενος η επανεμφανιζόμενη το επανεμφανιζόμενο
      γενική του επανεμφανιζόμενου της επανεμφανιζόμενης του επανεμφανιζόμενου
    αιτιατική τον επανεμφανιζόμενο την επανεμφανιζόμενη το επανεμφανιζόμενο
     κλητική επανεμφανιζόμενε επανεμφανιζόμενη επανεμφανιζόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επανεμφανιζόμενοι οι επανεμφανιζόμενες τα επανεμφανιζόμενα
      γενική των επανεμφανιζόμενων των επανεμφανιζόμενων των επανεμφανιζόμενων
    αιτιατική τους επανεμφανιζόμενους τις επανεμφανιζόμενες τα επανεμφανιζόμενα
     κλητική επανεμφανιζόμενοι επανεμφανιζόμενες επανεμφανιζόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επανεμφανιζόμενος < επανεμφανίζομαι

επανεμφανιζόμενος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία