Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επανεμφανιζόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
επανεμφανιζόμεν
ος
η
επανεμφανιζόμεν
η
το
επανεμφανιζόμεν
ο
γενική
του
επανεμφανιζόμεν
ου
της
επανεμφανιζόμεν
ης
του
επανεμφανιζόμεν
ου
αιτιατική
τον
επανεμφανιζόμεν
ο
την
επανεμφανιζόμεν
η
το
επανεμφανιζόμεν
ο
κλητική
επανεμφανιζόμεν
ε
επανεμφανιζόμεν
η
επανεμφανιζόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
επανεμφανιζόμεν
οι
οι
επανεμφανιζόμεν
ες
τα
επανεμφανιζόμεν
α
γενική
των
επανεμφανιζόμεν
ων
των
επανεμφανιζόμεν
ων
των
επανεμφανιζόμεν
ων
αιτιατική
τους
επανεμφανιζόμεν
ους
τις
επανεμφανιζόμεν
ες
τα
επανεμφανιζόμεν
α
κλητική
επανεμφανιζόμεν
οι
επανεμφανιζόμεν
ες
επανεμφανιζόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
επανεμφανιζόμενος
<
επανεμφανίζομαι
Μετοχή
επεξεργασία
επανεμφανιζόμενος, -η, -ο
που
επανεμφανίζεται
κάθε τόσο, κατ'
επανάληψη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επανεμφανιζόμενος
αγγλικά
:
recurrent
(en)
γαλλικά
:
récurrent
(fr)