récurrent
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | récurrent | récurrents |
θηλυκό | récurrente | récurrentes |
récurrent (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | récurrent | récurrents |
θηλυκό | récurrente | récurrentes |
récurrent (fr)