επανασχεδιασμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επανασχεδιασμός < επανασχεδιάζω (επανασχεδίασ-) + -μός. Mορφολογικά αναλύεται σε επανα- + σχεδιασμός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pa.na.sçe.ði.aˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πα‐να‐σχε‐δι‐α‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπανασχεδιασμός αρσενικό
- (νεολογισμός) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επανασχεδιάζω, ο εκ νέου σχεδιασμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία επανασχεδιασμός
|
Πηγές
επεξεργασία- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr