επανασχεδιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαεπανασχεδιάζω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επανασχεδιάζω | επανασχεδίαζα | θα επανασχεδιάζω | να επανασχεδιάζω | επανασχεδιάζοντας | |
β' ενικ. | επανασχεδιάζεις | επανασχεδίαζες | θα επανασχεδιάζεις | να επανασχεδιάζεις | επανασχεδίαζε | |
γ' ενικ. | επανασχεδιάζει | επανασχεδίαζε | θα επανασχεδιάζει | να επανασχεδιάζει | ||
α' πληθ. | επανασχεδιάζουμε | επανασχεδιάζαμε | θα επανασχεδιάζουμε | να επανασχεδιάζουμε | ||
β' πληθ. | επανασχεδιάζετε | επανασχεδιάζατε | θα επανασχεδιάζετε | να επανασχεδιάζετε | επανασχεδιάζετε | |
γ' πληθ. | επανασχεδιάζουν(ε) | επανασχεδίαζαν επανασχεδιάζαν(ε) |
θα επανασχεδιάζουν(ε) | να επανασχεδιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επανασχεδίασα | θα επανασχεδιάσω | να επανασχεδιάσω | επανασχεδιάσει | ||
β' ενικ. | επανασχεδίασες | θα επανασχεδιάσεις | να επανασχεδιάσεις | επανασχεδίασε | ||
γ' ενικ. | επανασχεδίασε | θα επανασχεδιάσει | να επανασχεδιάσει | |||
α' πληθ. | επανασχεδιάσαμε | θα επανασχεδιάσουμε | να επανασχεδιάσουμε | |||
β' πληθ. | επανασχεδιάσατε | θα επανασχεδιάσετε | να επανασχεδιάσετε | επανασχεδιάστε | ||
γ' πληθ. | επανασχεδίασαν επανασχεδιάσαν(ε) |
θα επανασχεδιάσουν(ε) | να επανασχεδιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επανασχεδιάσει | είχα επανασχεδιάσει | θα έχω επανασχεδιάσει | να έχω επανασχεδιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις επανασχεδιάσει | είχες επανασχεδιάσει | θα έχεις επανασχεδιάσει | να έχεις επανασχεδιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει επανασχεδιάσει | είχε επανασχεδιάσει | θα έχει επανασχεδιάσει | να έχει επανασχεδιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επανασχεδιάσει | είχαμε επανασχεδιάσει | θα έχουμε επανασχεδιάσει | να έχουμε επανασχεδιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε επανασχεδιάσει | είχατε επανασχεδιάσει | θα έχετε επανασχεδιάσει | να έχετε επανασχεδιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επανασχεδιάσει | είχαν επανασχεδιάσει | θα έχουν επανασχεδιάσει | να έχουν επανασχεδιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία επανασχεδιάζω
|