πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επαναξιολόγηση οι επαναξιολογήσεις
      γενική της επαναξιολόγησης* των επαναξιολογήσεων
    αιτιατική την επαναξιολόγηση τις επαναξιολογήσεις
     κλητική επαναξιολόγηση επαναξιολογήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επαναξιολογήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.pa.na.ksi.oˈlo.ʝi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επαναξιολόγηση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

επαναξιολόγηση θηλυκό

  • αξιολόγηση εκ νέου
      Συνεπώς, στο πλαίσιο της συνολικής επαναξιολόγησης, μήπως ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης οφείλει να επαναξιολογήσει και τη διαφωνία του για την αποστολή στρατιωτικού υλικού από την Ελλάδα; Διότι καλή είναι η επαναξιολόγηση των άλλων, χρησιμότερη όμως είναι η επαναξιολόγηση του εαυτού μας.
    Πάσχος Μανδραβέλης, Η χρήσιμη επαναξιολόγηση, Η Καθημερινή, 22 Σεπτεμβρίου 2022

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. επαναξιολόγηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)