↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επαινεμένος η επαινεμένη το επαινεμένο
      γενική του επαινεμένου της επαινεμένης του επαινεμένου
    αιτιατική τον επαινεμένο την επαινεμένη το επαινεμένο
     κλητική επαινεμένε επαινεμένη επαινεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επαινεμένοι οι επαινεμένες τα επαινεμένα
      γενική των επαινεμένων των επαινεμένων των επαινεμένων
    αιτιατική τους επαινεμένους τις επαινεμένες τα επαινεμένα
     κλητική επαινεμένοι επαινεμένες επαινεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επαινεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επαινώ

επαινεμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη επαινώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία