επίμετρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επίμετρο < ελληνιστική κοινή ἐπίμετρον < αρχαία ελληνική ἐπί + μέτρον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπίμετρο ουδέτερο
- το προστιθέμενο ως συμπλήρωμα, επιπροσθέτως, το επιπλέον
- το ειδικό κεφάλαιο που μπαίνει ως συμπλήρωμα στο τέλος ενός βιβλίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία επίμετρο
|