επένδυμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επένδυμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπένδυμα (πανωφόρι) λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική épendyme[1] → δείτε επ-, ένδυμα, ενδύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈpen.ði.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πέν‐δυ‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπένδυμα ουδέτερο
- (ανατομία) το στρώμα των επιθηλιακών κυττάρων που επενδύουν τις κοιλότητες του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ένδυμα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ επένδυμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας