εξώθερμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξώθερμος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ectotherm < αρχαία ελληνική ἐκτός + θερμός
Επίθετο
επεξεργασίαεξώθερμος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εξώθερμος
|
εξώθερμος
|