Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξωχρηματιστηριακός η εξωχρηματιστηριακή το εξωχρηματιστηριακό
      γενική του εξωχρηματιστηριακού της εξωχρηματιστηριακής του εξωχρηματιστηριακού
    αιτιατική τον εξωχρηματιστηριακό την εξωχρηματιστηριακή το εξωχρηματιστηριακό
     κλητική εξωχρηματιστηριακέ εξωχρηματιστηριακή εξωχρηματιστηριακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξωχρηματιστηριακοί οι εξωχρηματιστηριακές τα εξωχρηματιστηριακά
      γενική των εξωχρηματιστηριακών των εξωχρηματιστηριακών των εξωχρηματιστηριακών
    αιτιατική τους εξωχρηματιστηριακούς τις εξωχρηματιστηριακές τα εξωχρηματιστηριακά
     κλητική εξωχρηματιστηριακοί εξωχρηματιστηριακές εξωχρηματιστηριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξωχρηματιστηριακός < εξω- + χρηματιστηριακός

  Επίθετο επεξεργασία

εξωχρηματιστηριακός

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία