εξωχρηματιστηριακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξωχρηματιστηριακός < εξω- + χρηματιστηριακός
Επίθετο επεξεργασία
εξωχρηματιστηριακός
- που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης εκτός χρηματιστηρίου, απευθείας μεταξύ αγοραστή και πωλητή
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξωχρηματιστηριακός
|