Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξωτσακωνικός η εξωτσακωνική το εξωτσακωνικό
      γενική του εξωτσακωνικού της εξωτσακωνικής του εξωτσακωνικού
    αιτιατική τον εξωτσακωνικό την εξωτσακωνική το εξωτσακωνικό
     κλητική εξωτσακωνικέ εξωτσακωνική εξωτσακωνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξωτσακωνικοί οι εξωτσακωνικές τα εξωτσακωνικά
      γενική των εξωτσακωνικών των εξωτσακωνικών των εξωτσακωνικών
    αιτιατική τους εξωτσακωνικούς τις εξωτσακωνικές τα εξωτσακωνικά
     κλητική εξωτσακωνικοί εξωτσακωνικές εξωτσακωνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξωτσακωνικός < εξω- + τσακωνικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.kso.t͡sa.ko.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξω‐τσα‐κω‐νι‐κός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξωτσακωνικός ουδέτερο

  • που δεν ανήκει σε τσακωνικό τόπο ή τρόπο
    εξωτσακωνικές επιρροές
    ※  […] αποτέλεσμα της μικρότερης ή μεγαλύτερης επαφής των Τσακώνων με εξωτσακωνικούς πληθυσμούς, με πληθυσμούς που μιλούσαν τα Νεοελληνικά: τόσο τα δύο βορειότερα τσακωνοχώρια της Π/σουΠελοποννήσου —στη Σίταινα και την Καστάνιτσα— όσο και στο ένα από τα δύο χωριά της Προποντίδας, το Χαβουτσί, όλες οι διαφορές από τα υπόλοιπα ιδιώματα τείνουν στην προσέγγισή τους προς τα Νεοελληνικά.
    Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 1ος@academyofathens, Εισαγωγή, σελ.ι΄.

  Μεταφράσεις επεξεργασία