εξωτσακωνικοί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.kso.t͡sa.ko.niˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξω‐τσα‐κω‐νι‐κοί
- ομόηχο: εξωτσακωνική
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
εξωτσακωνικοί
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού, αρσενικού γένους του εξωτσακωνικός