τσακωνικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡sa.ko.niˈkos/
Επίθετο
επεξεργασίατσακωνικός
- που έχει σχέση ή αναφέρεται στους Τσάκωνες
Άλλες μορφές
επεξεργασία- τσακώνικος (πιο εύχρηστο, λιγότερο επίσημο)
- τσακονικός