Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξωτερικευμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξωτερικευμέν
ος
η
εξωτερικευμέν
η
το
εξωτερικευμέν
ο
γενική
του
εξωτερικευμέν
ου
της
εξωτερικευμέν
ης
του
εξωτερικευμέν
ου
αιτιατική
τον
εξωτερικευμέν
ο
την
εξωτερικευμέν
η
το
εξωτερικευμέν
ο
κλητική
εξωτερικευμέν
ε
εξωτερικευμέν
η
εξωτερικευμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξωτερικευμέν
οι
οι
εξωτερικευμέν
ες
τα
εξωτερικευμέν
α
γενική
των
εξωτερικευμέν
ων
των
εξωτερικευμέν
ων
των
εξωτερικευμέν
ων
αιτιατική
τους
εξωτερικευμέν
ους
τις
εξωτερικευμέν
ες
τα
εξωτερικευμέν
α
κλητική
εξωτερικευμέν
οι
εξωτερικευμέν
ες
εξωτερικευμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
εξωτερικευμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εξωτερικεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξωτερικευμένος