εξωδικαστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξωδικαστικός < εξω- + δικαστικός
Επίθετο
επεξεργασίαεξωδικαστικός
- που γίνεται έξω από την επίσημη δικαστική διαδικασία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εξωδικαστικός
|