εξουσιασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξουσιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξουσιάζω
Μετοχή επεξεργασία
εξουσιασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εξουσιάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξουσιασμένος
|
εξουσιασμένος, -η, -ο
|