Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξουσιασμένος η εξουσιασμένη το εξουσιασμένο
      γενική του εξουσιασμένου της εξουσιασμένης του εξουσιασμένου
    αιτιατική τον εξουσιασμένο την εξουσιασμένη το εξουσιασμένο
     κλητική εξουσιασμένε εξουσιασμένη εξουσιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξουσιασμένοι οι εξουσιασμένες τα εξουσιασμένα
      γενική των εξουσιασμένων των εξουσιασμένων των εξουσιασμένων
    αιτιατική τους εξουσιασμένους τις εξουσιασμένες τα εξουσιασμένα
     κλητική εξουσιασμένοι εξουσιασμένες εξουσιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξουσιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξουσιάζω

  Μετοχή επεξεργασία

εξουσιασμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εξουσιάζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία