Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξορμητικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξορμητικ
ός
η
εξορμητικ
ή
το
εξορμητικ
ό
γενική
του
εξορμητικ
ού
της
εξορμητικ
ής
του
εξορμητικ
ού
αιτιατική
τον
εξορμητικ
ό
την
εξορμητικ
ή
το
εξορμητικ
ό
κλητική
εξορμητικ
έ
εξορμητικ
ή
εξορμητικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξορμητικ
οί
οι
εξορμητικ
ές
τα
εξορμητικ
ά
γενική
των
εξορμητικ
ών
των
εξορμητικ
ών
των
εξορμητικ
ών
αιτιατική
τους
εξορμητικ
ούς
τις
εξορμητικ
ές
τα
εξορμητικ
ά
κλητική
εξορμητικ
οί
εξορμητικ
ές
εξορμητικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξορμητικός
<
ελληνιστική κοινή
ἐξορμητικός
<
αρχαία ελληνική
ἐξορμάω
Επίθετο
επεξεργασία
εξορμητικός
που έχει
σχέση
με την
εξόρμηση
ή αναφέρεται σ’ αυτή
που γίνεται με
εξόρμηση
που
τείνει
να
εξορμά
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
εξορμώ
,
ορμώ
και
ορμή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξορμητικός