εξορμητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξορμητικός < ελληνιστική κοινή ἐξορμητικός < αρχαία ελληνική ἐξορμάω
Επίθετο επεξεργασία
εξορμητικός
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξορμητικός
|
εξορμητικός
|