↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξορισμένος η εξορισμένη το εξορισμένο
      γενική του εξορισμένου της εξορισμένης του εξορισμένου
    αιτιατική τον εξορισμένο την εξορισμένη το εξορισμένο
     κλητική εξορισμένε εξορισμένη εξορισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξορισμένοι οι εξορισμένες τα εξορισμένα
      γενική των εξορισμένων των εξορισμένων των εξορισμένων
    αιτιατική τους εξορισμένους τις εξορισμένες τα εξορισμένα
     κλητική εξορισμένοι εξορισμένες εξορισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξορισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξορίζω

εξορισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εξορίζω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία