εξορθολογιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξορθολογιστικός < εξορθολογίζω + -ιστικός
Επίθετο
επεξεργασίαεξορθολογιστικός, -ή, -ό
- (λόγιο) που έχει σχέση με τον εξορθολογισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εξορθολογίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξορθολογιστικός
|