εξορθολογίζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξορθολογίζω < εξ- + ορθολογίζω
Ρήμα επεξεργασία
εξορθολογίζω
- (λόγιο) κάνω κάτι πιο ορθολογικό, το κάνω με ορθολογικό τρόπο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξορθολογίζω
|