εξορθολογισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξορθολογισμός < εξορθολογίζω + -ισμός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.ksoɾ.θo.lo.ɣiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξορ‐θο‐λο‐γι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξορθολογισμός αρσενικό
- (νεολογισμός) το αποτέλεσμα του εξορθολογίζω
- ※ Μια εξαιρετικής βαθύτητας παρατήρηση, τέλος, που αξίζει διαρκώς να επισημαίνεται, είναι ότι ο εξορθολογισμός-εκγραφειοκρατισμός των σύγχρονων εξουσιών επ' ουδενί πρέπει να ταυτίζεται με τη δημοκρατικότητα (όπως επιπόλαια το εκλαμβάνουν σήμερα οι περισσότερες συμβατικές κοινωνιολογίες). (*)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξορθολογισμός
|
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr