Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξορθολογισμός οι εξορθολογισμοί
      γενική του εξορθολογισμού των εξορθολογισμών
    αιτιατική τον εξορθολογισμό τους εξορθολογισμούς
     κλητική εξορθολογισμέ εξορθολογισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξορθολογισμός < εξορθολογίζω + -ισμός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ksoɾ.θo.lo.ɣiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξορ‐θο‐λο‐γι‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξορθολογισμός αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr